ηλεκτροσκόπιο

ηλεκτροσκόπιο
Όργανο με το οποίο επιβεβαιώνεται η παρουσία ηλεκτρικού φορτίου. Βλ. λ. Βόλτα, Αλεσάντρο· ηλεκτρισμός.
* * *
το
φυσ. διάταξη που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ενός ηλεκτρικού φορτίου ή μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroscope < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -scope (πρβλ. -σκόπιο < σκοπός). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτροσκόπιον μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροσκόπιο — το όργανο που μας βοηθάει στη μελέτη των ηλεκτρικών φαινομένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ, Γουίλιαμ — (William Gilbert, Κόλτσεστερ 1544 – Λονδίνο 1603). Άγγλος γιατρός και φυσικός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές του σπουδές στο Κέιμπριτζ το 1569 και εγκαταστάθηκε το 1573 στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως γιατρός. Υπήρξε μέλος του Κολεγίου του Αγίου Ιωάννη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”